-
1 карман
карман м η τσέπη* положить в \карман βάζω στην τσέπη вытащить из \кармана βγάζω από την τσέπη* * *мη τσέπηположи́ть в карма́н — βάζω στην τσέπη
вы́тащить из карма́на — βγάζω από την τσέπη
-
2 карман
карманм ἡ τσέπη, τό θυλάκΐθ[ν]· ◊ мне это не по -\карману разг αὐτό δέν εἶναι γιά τήν τσέπη μου, δέν τό βαστἄ ἡ τσέπη μου1 бить по \карману разг ξεπαραδιάζω· набить \карман разг γεμίζω τίς τσέπες μου, θησαυρίζω· не лезть за словом в \карман разг ἔχω τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· положить себе в \карман (присвоить) σφετερίζομαι, βάζω στήν τσέπη. -
3 pocket
['pokit] 1. noun1) (a small bag sewn into or on to clothes, for carrying things in: He stood with his hands in his pockets; a coat-pocket; ( also adjective) a pocket-handkerchief, a pocket-knife.) τσέπη2) (a small bag attached to the corners and sides of a billiard-table etc to catch the balls.) τσέπη3) (a small isolated area or group: a pocket of warm air.) θύλακας,κενό αέρα4) ((a person's) income or amount of money available for spending: a range of prices to suit every pocket.) εισόδημα,πορτοφόλι2. verb1) (to put in a pocket: He pocketed his wallet; He pocketed the red ball.) βάζω στην τσέπη,τσεπώνω2) (to steal: Be careful he doesn't pocket the silver.) κλέβω•- pocket-book
- pocket-money
- pocket-sized
- pocket-size -
4 совать
соватьнесов βάζω, χώνω:\совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου. -
5 набить
-бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•
чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•
набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.
2. μπήγω, χτυπώ•набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•
набить сваи μπήγω πασσάλους.
3. βάζω, περνώ χτυπώντας•набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.
4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•
набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•
пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.
5. πατώ, κάνω συνεκτικό•путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.
6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.
|| ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.
8. σπάζω (πολλά)•набить посуды σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά).
9. παρασύρω, ρίχνω•набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.
10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώεκφρ.набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•набить себе цену – επιδείχνομαι•набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.
-
6 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.
См. также в других словарях:
τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») … Dictionary of Greek
ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] … Dictionary of Greek
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
τσεπώνω — τσέπωσα, τσεπώθηκα, τσεπωμένος 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου: Τσέπωσε αυτό που βρήκε στο δρόμο. 2. αποκομίζω κέρδος και μάλιστα αθέμιτο: Τσέπωσε πολλά λεφτά από το λαθρεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)